Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

meat merchant


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο merchant παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: meat
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
merchant n (person)έμπορος ουσ αρσ/θηλ
  (ανεξάρτητος)πωλητής, πωλήτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (παλαιό: πλανόδιος)πραματευτής ουσ αρσ
 A traveling merchant came to town about once a month.
 Ένας περιοδεύων έμπορος ερχόταν στην πόλη περίπου μια φορά τον μήνα.
merchant n (retail sales)εμπορική εταιρεία επίθ + ουσ θηλ
  έμπορος ουσ αρσ
 The company was a major merchant in the perfume industry.
merchant adj (relating to sale of goods)εμπορικός επίθ
 The pirates plundered a merchant ship off the coast of Africa.
 Οι πειρατές λεηλάτησαν ένα εμπορικό πλοίο έξω από τις ακτές της Αφρικής.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
merchant n ([sb] indulging in [sth] undesirable)-
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος, βλ. τις προτάσεις για εναλλακτικές αποδόσεις κατά περίπτωση.
 Don't listen to the merchants of doom and gloom; a bright future awaits us! That man is a gossip merchant; he always has some piece of news about someone.
 Μην ακούς τους καταστροφολόγους, μας περιμένει ένα λαμπρό μέλλον! // Αυτός ο άντρας είναι μεγάλος κουτσομπόλης, πάντα έχει νέα για κάποιον.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
merchant fee n (charge to seller for card payments)προμήθεια ουσ θηλ
merchant marine n mainly US (country's commercial ships)εμπορικός στόλος επίθ + ουσ αρσ
merchant marine n mainly US (crew member on commercial ship) (ως σύνολο)πλήρωμα εμπορικού στόλου φρ ως ουσ ουδ
  (ένας μόνο)ναύτης εμπορικού στόλου φρ ως ουσ ουδ
merchant navy n (commercial ships)εμπορικό ναυτικό επίθ + ουσ ουδ
merchant rate n (reduced costs for reputable seller)μειωμένη τιμή για εμπόρους περίφρ
merchant services npl (online payment solutions)οικονομικές υπηρεσίες επίθ + ουσ θηλ πλ
retail merchant n (shop owner, seller)έμπορος λιανικής φρ ως ουσ αρσ
scrap merchant n (dealer in discarded materials)πωλητής παλιοσίδερων περίφρ
shipping merchant n (company that delivers goods)ναυτιλιακή εταιρεία επίθ + ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση meat merchant στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «meat merchant».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!